- βρετό
- τοτο βρέφος που εγκαταλείπεται από τους γονείς του και περιμαζεύεται από κάποιον που το βρίσκει: Το παιδί που έχουν είναι βρετό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νεοέλληνες — οι οι νεώτεροι Έλληνες, σε χρονική αντιδιαστολή με τους αρχαίους Έλληνες και τους Έλληνες τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Α. Παπαδόπουλο Βρετό] … Dictionary of Greek
βρετίκι — και βρετικό, το τα εύρετρα, η αμοιβή που δίνεται σε κάποιον όταν βρει πράγμα που είχε χαθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρετό «έκθετο παιδί», ουσιαστικοποιημένος τύπος του ουδετ. του επιθέτου βρετός* + ικι] … Dictionary of Greek
βρετός — ή, ό [ευρετός] Ι. εκείνος τον οποίο συναντά κανείς τυχαία κάπου II. το θηλ. ως ουσ. βρετή, η εικόνα που βρέθηκε τυχαία κάπου III. το ουδ. ως ουσ. βρετό, το 1. έκθετο βρέφος 2. βρέφος που αφήνεται σε είσοδο εκκλησίας ή προσκυνήματος προσωρινά για… … Dictionary of Greek